Οι ερευνητές επιβεβαίωσαν πως τόσο η κανονική κολονοσκόπηση, όσο και η σιγμοειδοσκόπηση (μια πιο σύντομη και μερική μορφή εξέτασης μόνο του κατώτερου τμήματος του εντέρου) μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου του εντέρου. Όμως μόνο η πλήρης κολονοσκόπηση (και όχι η σιγμοειδοσκόπηση) μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου στο ανώτερο τμήμα του εντέρου, μολονόντι ακόμα και η κολονοσκόπηση είναι λιγότερο αποτελεσματική στην ανίχνευση του καρκίνου στο ανώτερο τμήμα του εντέρου σε σχέση με το κατώτερο, όπου η διάγνωση είναι πιο εύκολη.
Οι επιστήμονες υπολόγισαν πως αν όλοι οι άνθρωποι έκαναν μια τουλάχιστον κολονοσκόπηση ανά δεκαετία, ο συνολικός κίνδυνος από τον καρκίνο του εντέρου θα μειωνόταν κατά 40% κατά μέσο όρο. Η μείωση θα ήταν μεγαλύτερη για τον καρκίνο στο κατώτερο τμήμα του εντέρου (61%) από ό,τι για το ανώτερο (22%). Μια πιθανή αιτία για αυτή τη διαφορά, πέρα από τη διαφορά στη διαγνωστική ευκολία, είναι τυχόν μοριακές ή βιολογικές διαφορές ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές καρκίνου του εντέρου.
Όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό αυτού του είδους καρκίνου, θα πρέπει να κάνουν συχνότερα κολονοσκόπηση, η οποία, με τη βοήθεια μιας κάμερας προσαρμοσμένης στο εύκαμπτο ενδοσκόπιο, μπορεί να δει όλο το έντερο για τυχόν όγκους, προκαρκινικές ή άλλες μη κακοήθεις αλλοιώσεις όπως αδενώματα. Ο γαστρεντερολόγος μπορεί επί τόπου, την ώρα της εξέτασης, να αφαιρέσει τυχόν ύποπτους πολύποδες ή άλλες κύστες.
Ορισμένες φορές όμως, ο καρκίνος του εντέρου εμφανίζεται σε άτομα που πρόσφατα έκαναν κολονοσκόπηση και, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτό πιθανότατα οφείλεται είτε στο ότι κάποιος πολύποδας πέρασε τότε απαρατήρητος ή δεν αφαιρέθηκε ολοκληρωτικά, είτε στο ότι μερικοί πολύποδες αναπτύσσονται πολύ γρήγορα λόγω ανώμαλων γονιδίων του ασθενούς. «Η κολονοσκόπηση έχει πλεονεκτήματα έναντι της σιγμοειδοσκόπησης, όμως δεν αποτελεί μια τέλεια εξέταση», δήλωσε ο Τσαν.
Κάθε χρόνο πάνω από 1,2 εκατ. άνθρωποι παγκοσμίως διαγιγνώσκονται με καρκίνο του εντέρου.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ, Παύλος Δρακόπουλος